στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεφάνωμα — that which surrounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… … Dictionary of Greek
στεφάνωμ' — στεφάνωμα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανωμάτων — στεφάνωμα that which surrounds neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμασι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμασιν — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματα — στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώματος — στεφάνωμα that which surrounds neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανώμαθ' — στεφανώματα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl στεφανώματι , στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg στεφανώματε , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)