στεφάνωμα

στεφάνωμα
τό
1) венчание, увенчание (венком и т. п.); 2) венчание; πλ. свадьба;

προσκαλώ στα στεφάνώματα — приглашать на свадьбу;

3) коронация, венчание на царство;
4) перен. увенчание, завершение;

στεφάνωμα των προσπαθειών — увенчание усилий


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στεφάνωμα" в других словарях:

  • στεφάνωμα — στεφάνωμα, το και στεφάνωση, η 1. περιβολή με στεφάνι. 2. επιβράβευση, ανταμοιβή. 3. στέψη: Το στεφάνωμά τους έγινε από το δεσπότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεφάνωμα — that which surrounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… …   Dictionary of Greek

  • στεφάνωμ' — στεφάνωμα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωμάτων — στεφάνωμα that which surrounds neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμασι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμασιν — στεφάνωμα that which surrounds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματα — στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματι — στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώματος — στεφάνωμα that which surrounds neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανώμαθ' — στεφανώματα , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc pl στεφανώματι , στεφάνωμα that which surrounds neut dat sg στεφανώματε , στεφάνωμα that which surrounds neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»